-
1 φλυαρία
φλῠᾱρ-ία, ἡ,A nonsense, foolery, in word or deed, Timocr.10, Ar.Lys. 159, Pl.Tht. 162a, etc.;παιδιὰ καὶ φ. Id.Cri. 46d
;καπνὸς κα φ. Id.R. 581d
;χρωμάτων καὶ ἄλλης πολλῆς φ. θνητῆς Id.Smp. 211e
, cf. Phd. 66c:φ. καὶ λῆρος Com.Adesp.5.7
D.: freq. in pl., fooleries,λῆοοι καὶ φ. Pl.Hp.Ma. 304b
; εἴτε ληρήματα ..,εἴτε φλυαρίας Id.Grg. 486c
; περὶ σιτία καὶ ποτὰ καὶ ἰατροὺς καὶ φ. ib. 490c, cf. 519a;ἄνηθα καὶ σέλινα καὶ φ. Eub.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλυαρία
См. также в других словарях:
λήρημα — το (Α λήρημα) [ληρώ] ανόητη ομιλία, φλυαρία, μωρολογία, ανοητολογία («εἴτε ληρήματα χρὴ φάναι εἶναι εἴτε φλυαρίας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek